δυϊσμός

δυϊσμός
Θεωρία η οποία δέχεται την ύπαρξη δύο αρχών, οι οποίες είναι αδύνατο να αναχθούν η μία στην άλλη. Ειδικότερα, στη μεταφυσική ο όρος δ. αναφέρεται στη θεωρία που αναγνωρίζει δύο πρωταρχικά και μη αναγώγιμα στοιχεία: τη σκέψη, το πνεύμα ή την ιδέα από τη μία πλευρά, και την ύλη από την άλλη. Ο δ. στη φιλοσοφία είναι αντίθετος με τον μονισμό, που χαρακτηρίζει θεωρίες οι οποίες επιζητούν να αναγάγουν την πολλαπλότητα σε ενότητα, είτε με την ανάδειξη της σκέψης ως προϊόντος ανώτερου της ύλης και της ενέργειάς της (υλισμός) είτε παρουσιάζοντας την ύλη ως ψευδαίσθηση, απλή φαινομενικότητα σε σχέση με τη σκέψη, η οποία συνιστά τη μόνη πραγματικότητα (ιδεαλισμός). Από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα δ. υπήρξε, στην αρχαιότητα, ο αριστοτελικός διαχωρισμός του όντος σε ύλη και μορφή, αρχές ή αιτίες που προϋπάρχουν και δεν προέρχονται η μία από την άλλη· στους νεότερους χρόνους η καρτεσιανή θεωρία διέκρινε την ψυχή από το σώμα: ο Ντεκάρ διατύπωσε μία θεωρία σύμφωνα με την οποία η εκτατική υπόσταση (res extensa), δηλαδή η ύλη, υπακούει στους φυσικούς νόμους, ενώ η άυλη σκεπτόμενη υπόσταση (res cogitans) δεν ορίζεται στον χώρο και είναι υπεύθυνη για δραστηριότητες όπως η ορθολογική σκέψη ή το συναίσθημα. Οι δύο αυτές υποστάσεις παρουσιάζονται ως αυστηρά αυτόνομες, χωρίς να υφίσταται αμοιβαία αλληλεπίδραση μεταξύ τους, γιατί καμιά ψυχική ιδιότητα δεν μπορεί να ανήκει στο σώμα και αντίστροφα. Το άλυτο ακριβώς πρόβλημα της επαφής και αλληλεπίδρασης των δύο μη αναγώγιμων αρχών αποτέλεσε σημαντική αδυναμία σε κάθε δυϊστική διδασκαλία. Στον θρησκευτικό τομέα, όπου πρέπει να αναζητηθεί η προέλευσή του δ., η θεωρία αυτή χαρακτηρίζει διδασκαλίες που ερμηνεύουν τον κόσμο με βάση δύο ανταγωνιστικές αρχές ή δυνάμεις, από τις οποίες η μία είναι αγαθή και η άλλη κακή.
* * *
ο
1. (φιλοσ.) θεωρία που παραδέχεται την ύπαρξη δύο αντίθετων αρχών —τής ύλης και τού πνεύματος— σε κάθε εξεταζόμενο ζήτημα
2. κάθε θεωρία περί κόσμου που παραδέχεται την ύπαρξη δύο πρωταρχικών στοιχείων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δυϊσμός — ο ο δυαδισμός, η διαρχία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γνωστικισμός — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται ένα σύνολο θεωριών και αιρέσεων της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής εποχής (2ος και 3ος αι. μ.Χ.). Οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι των σχολών αυτών ήταν ο Σίμων ο Μάγος, ο Καρποκράτης, ο Βαλεντίνος και ο Βασιλείδης. Οι …   Dictionary of Greek

  • πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία — Γενικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται όλες οι ακτινοβολίες που, διαδιδόμενες στον χώρο, μεταφέρουν ενέργεια με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών διαταράξεων του πεδίου. Τα διάφορα είδη ακτινοβολίας χαρακτηρίζονται με βάση τις συχνότητές τους… …   Dictionary of Greek

  • Nikiforos Diamandouros — (griechisch Νικηφόρος Π. Διαμαντούρος, * 25. Juni 1942 in Athen) ist ein griechischer Soziologe und Historiker. Seit 2003 ist er Europäischer Bürgerbeauftragter. Inhaltsverzeichnis 1 Biografie 2 Werke …   Deutsch Wikipedia

  • Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …   Dictionary of Greek

  • διισμός — ο δυϊσμός* …   Dictionary of Greek

  • κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… …   Dictionary of Greek

  • πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”